-
1 κατάπτωση
[катаптоси] ουσ. в. упадок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάπτωση
-
2 обвал
-
3 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
4 упадок
упадок м η παρακμή, η κατάπτωση* прийти в \упадок παρακμάζω* * *мη παρακμή, η κατάπτωσηприйти́ в упа́док — παρακμάζω
-
5 упадок
упад||окм ἡ κατάπτωση [-ις], ἡ παρακμή:\упадок сил ἡ κατάπτωση τῶν δυνάμεων \упадок ду́ха ἡ ἀποθάρρυνση· прийти в \упадок φθίνω, παρακμάζω. -
6 падение
-я ουδ.1. πτώση, πέσιμο•падение снаряда πτώση του βλήματος•
падение барометра πτώση του βαρόμετρου.
2. άλωση, κατάληψη - Константинополя η πτώση της Κωνσταντινούπόλης.3. μείωση, ελάττωση•падение цен πτώση των τιμών.
4. ξεπεσμός, κατάπτωση•моральное падение ηθική κατάπτωση.
|| απώλεια αγνότητας, σεμνότητας. -
7 упадок
-дка α.1. πέσιμο, πτώση, κατάπτωση•упадок духа πτώση του ηθικού•
упадок сил κατάπτωση των δυνάμεων.
|| παρακμή • μαρασμός • αποσύνθεση (κυρίως για κοινωνία).2. (διαλκ.) βλ. падж. -
8 вырождаться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырождаться
-
9 деградация
η κατάπτωση, η παρακμή, ο εκφυλισμός, η πτώση, η υποβάθμιση, ο υποβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деградация
-
10 декаданс
η παρακμή, η κατάπτωση, иск. η τέχνη της παρακμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декаданс
-
11 упадок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упадок
-
12 вырождение
вырождениес ὁ ἐκφυλισμός, ἡ παρακμή, ἡ κατάπτωση [-ις]. -
13 деградация
деградацияж ἡ παρακμή, ἡ κατάπτωση [-ις] / ὁ ἐκφυλισμός (вырождение). -
14 декаданс
декад||ансм ἡ παράκμή, ἡ κατάπτωση[-ις]. ἡ τέχνη τῆς παρακμής. -
15 депрессия
депрессияже1. ἡ οἰκονομική κατάπτωση, ἡ Οφεση, ἡ καχεξία·2. мед. ἡ κα-τάθλιψηΓ-ις}, ἡ μελαγχολία. -
16 закат
закатм1. (солнца) ἡ δύση [-ις] τοῦ ἡλίου, τό ήλιοβασίλε(υ)μα·2. перен τό τέλος, ἡ παρακμή, ἡ κατάπτωση [-ις]:\закат жизни τά ὑστερινά· на\закатеднейота γεράματα, στό τέλος τής ζωῆς. -
17 падение
падениес1. ἡ πτὠση [-ις], τό πέσιμο·2. (температуры, цен и т. п.) ἡ πτώση[-ις]·3. (крепости, власти) ἡ πτώση, ἡ κατάρρευση [-ις]:\падение крепости ἡ πτώση τσῦ φρουρίου· \падение самодержавия ἡ ἀνατροπή τής μοναρχίας· \падение кабинета ἡ πτώση τής κυβερνήσεως·4. (моральное) ἡ κατάπτωση [-ις]. -
18 подавленность
подавленн||остьж ἡ κατάθλιψη [-ις], τό ἀποκάμωμα, ἡ κατάπτωση [-ις], ἡ ἀπο-θάρρυνση [-ις]. -
19 разложение
разлож||ениес1. (на составные части) ἡ ἀποσύνθεση [-ις], ἡ διάλυση [-ις]·2. мат ἡ ἀνάπτυξη [-ις]·3. (распад, гниение) ἡ ἀποσύνθεση [-ις] (тж. хим.), τό σάπισμα, ἡ σήψη [-ις]·4. перен (упадок) ἡ διαφθορά, ἡ κατάπτωση [-ις]/ ἡ ἀποσύνθεση, τό ξεχαρβάλωμα (армии и т. п.):моральное \разложение ἡ ἐκλυση ἡθῶν. -
20 деградация
[ντιγκραντάτσυγια] ουα. θ. κατάπτωση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάπτωση — η 1. κατάπεσμα, πέσιμο, γκρέμισμα: Η κατάπτωση της στέγης έκαμε τρομαχτικό θόρυβο. 2. ελάττωση, παρακμή: Σημειώθηκε κατάπτωση του ηθικού τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
έρριψις — ἔρριψις, ἡ (Α) [ενρίπτω] η κατάρριψη, η κατάπτωση … Dictionary of Greek
ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] … Dictionary of Greek
αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… … Dictionary of Greek
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek